Ως Συνολικό Ενεργειακό Μείγμα Προμηθευτή ορίζεται ο καταμερισμός της κατανάλωσης των πελατών του Προμηθευτή στις ενεργειακές πηγές που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή της κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος (έτος αναφοράς), όπως υπολογίζεται βάσει του Υπολειπόμενου Ενεργειακού Μείγματος της Χώρας και των Εγγυήσεων Προέλευσης που ανακλήθηκαν για λογαριασμό του συγκεκριμένου Προμηθευτή κατά την περίοδο από 1η Απριλίου του έτους αναφοράς έως την 31η Μαρτίου του επόμενου έτους.
Συγκεκριμένα, οι Προμηθευτές μπορούν να αποκτήσουν Ε.Π. και να τις ανακαλέσουν υπέρ των καταναλωτών τους, πιστοποιώντας την προέλευση της ενέργειας που τους πωλούν.
Με αυτόν τον τρόπο μπορεί μία επιχείρηση, ένα εργοστάσιο ή ένας οικιακός καταναλωτής, παρά το γεγονός ότι οι εγκαταστάσεις του ή το σπίτι του τροφοδοτείται με ηλεκτρική ενέργεια από το ίδιο (δημόσιο) δίκτυο με όλους τους υπόλοιπους καταναλωτές να γνωρίζει ότι η ενέργειά του προέρχεται από συγκεκριμένη πηγή (υδροηλεκτρικό σταθμό, αιολικό πάρκο, φωτοβολταϊκό) και με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (από μη επιδοτούμενο σταθμό, νέα επένδυση, εγκατεστημένο σε τοποθεσία της προτίμησής του κλπ.) και να χρησιμοποιήσει την πληροφορία (στα πλαίσια της εταιρικής ευθύνης, για διαφήμιση/προώθηση προϊόντων ή υπηρεσιών που παρέχει σε τρίτους, πιστοποίηση μηδενικού ανθρακικού αποτυπώματος κ.ά.).
Η ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές που καταναλώνεται από συγκεκριμένους καταναλωτές (μέσω ανάκλησης των αντίστοιχων Ε.Π.) οφείλει να αφαιρείται από την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται στη χώρα και διατίθεται στην τελική κατανάλωση.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι καταναλωτές που δεν δηλώνουν προτίμηση στην προέλευση της ηλεκτρικής ενέργειας να καταναλώνουν το υπολειπόμενο ενεργειακό μείγμα της χώρας, το οποίο προέρχεται, σε μεγαλύτερο ποσοστό, από συμβατικές θερμικές μονάδες.